- σηρικάριος
- σηρικάριος, ὁ,A silk-worker or silk-mercer, IG3.3513 (written σιρ-), Edict.Diocl.20.9, al. (written σειρ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σηρικάριος — ὁ, Α τεχνίτης μεταξωτών υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sēricarius (< sēricum «μετάξι» + κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek
σηρικαρίους — σηρικάριος silk worker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρικάριον — τὸ, Α (δ. γρφ.) βλ. σηρικάριος … Dictionary of Greek